ἀποτυπώσει

ἀποτυπώσει
ἀποτύπωσις
impression
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀποτυπώσεϊ , ἀποτύπωσις
impression
fem dat sg (epic)
ἀποτύπωσις
impression
fem dat sg (attic ionic)
ἀποτυπόομαι
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποτυπόομαι
fut ind mid 2nd sg
ἀποτυπόομαι
fut ind act 3rd sg
ἀποτυπόω
impress
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποτυπόω
impress
fut ind mid 2nd sg
ἀποτυπόω
impress
fut ind act 3rd sg
ἀ̱ποτυπώσει , ἀποτυπόω
impress
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ποτυπώσει , ἀποτυπόω
impress
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα …   Dictionary of Greek

  • γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… …   Dictionary of Greek

  • δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… …   Dictionary of Greek

  • νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • Αντρέα ντελ Σάρτο — (Andrea del Sarto, Φλωρεντία 1486 – 1531). Ιταλός ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Πιέτρο ντι Κόζιμο, φίλος και συνεργάτης του Τζιάκομο Σανσοβίνο, αλλά επηρεάστηκε κυρίως από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι και τον Μιχαήλ Άγγελο. Κομψός σχεδιαστής, τόσο που ο …   Dictionary of Greek

  • Άουτκολτ, Ρίτσαρντ Φέλτον — (Richard Felton Outcault, Λάνκαστερ, Οχάιο 1863 – 1928). Αμερικανός δημοσιογράφος και σχεδιαστής κόμικς, ο θεωρούμενος πατέρας του κόμικ στριπ. Σπούδασε καλές τέχνες στο Παρίσι, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τη δημοσιογραφία και πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Καζαντζίδης, Στέλιος — (Αθήνα 1931 – 2001).Λαϊκός τραγουδιστής. Παιδί προσφύγων από τον Πόντο, πέρασε δύσκολα παιδικά και νεανικά χρόνια, λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης και των αριστερών φρονημάτων της οικογένειάς του. Ήδη από μικρή ηλικία αναγκάστηκε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”